- ακάρεα
- (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα τρέφονται με ζωικούς και φυτικούς χυμούς (αίμα, λέμφος). Α. υπάρχουν και στα γλυκά νερά (υδραράχνες) και στη θάλασσα (αλακαρίδες). Επιζήμια είναι εκείνα που λυμαίνονται τα τρόφιμα, όπως τα α. του αλευριού και του τυριού, και εκείνα που προσβάλλουν τα καλλιεργημένα φυτά, όπως η κόκκινη αραχνούλα (τετράνυχος ο ιστοπλόκος), η οποία παρουσιάζεται στα δέντρα και στα κηπευτικά, και ο φυτοκόπτης, που προσβάλλει τα αμπέλια. Ιδιαίτερα όμως ενοχλητικά και επικίνδυνα, γιατί μπορούν να μεταδώσουν διάφορες ασθένειες, είναι τα α. που παρασιτούν σε κατοικίδια θηλαστικά και πτηνά, όπως στην κότα ο δερμάνυσσος ο ορνιθόβιος, το γνωστό τσιμπούρι της κότας. Πολλά α. προκαλούν διάφορες ασθένειες και στον άνθρωπο, όπως το ψωρικό άκαρι, που προκαλεί την ψώρα.
Διάφορα παράσιτα των φυτών, των ζώων και του ανθρώπου είναι ακάρεα: α) υδραράχνη η γεωγραφκή, β) ξώδης ο γερβαισιος, γ) βδελόρρυγχος, δ) αιμοφυσαλλίς η κινναβάρινος.
Διάφορα παράσιτα των φυτών, των ζώων και του ανθρώπου είναι ακάρεα: α) υδραράχνη η γεωγραφκή, β) ξώδης ο γερβαισιος, γ) βδελόρρυγχος, δ) αιμοφυσαλλίς η κινναβάρινος.
* * *τα (Α κάρεα) Ζωολ.υφομοταξία τής ομοταξίας τών Αραχνιδίων τού φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών σκορπιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acarina < νεολατιν. acarus < ελλ. ακαρί καί άκαρι βλ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.